Ο διαβόητος λήσταρχος Σπύρος Μπίμπισης, η σχέση του με τη Δούκισσα της Πλακεντίας, τι σχέση έχει με τον... πλάτανο, η εκτέλεσή του στον Μαραθώνα και γιατί τον έθαψαν χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία σ’ έναν πρόχειρο τάφο.
Ο Σπύρος Μπίμπισης ή Μπίμπιζας υπήρξε διαβόητος λήσταρχος της Αττικής ο οποίος έδρασε στη περίοδο των πρώτων χρόνων του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους. Ήταν ιδιαίτερα λαοφιλής, όμορφος στην εμφάνιση και απλοϊκός. «Είχε τη φήμη ότι δεν έκανε κακό όταν μπορούσε να το αποφύγει, και ότι βοηθούσε τους φτωχούς», αναφέρει γι' αυτόν ο διδάκτωρ Νέας Ελληνικής Ιστορίας και διδάσκων στη σχολή Ευελπίδων, Δημήτρης ΜαλέσηςΟ Μπίμπισης, κατά πάσα πιθανότητα αρχικά αγρότης ή βοσκός, αναφέρεται πως στη καταγωγή ήταν Μενιδιάτης. Είχε δύο αδέρφια, τον Γιώργη και τον Αναστάση.Διαβάστε Επίσης
Το 1838 δολοφόνησε κάποιον που είχε παράνομη σχέση με τη γυναίκα του, με αποτέλεσμα να συλληφθεί μαζί με τέσσερις άλλους μετά τη μεσολάβηση του αγωνιστή του 1821 Ιωσήφ Ταμπακόπουλου και του ηγουμένου της Μονής Πεντέλης. Ο Μπίμπισης καταδικάστηκε σε θάνατο και φυλακίστηκε στον Μεντρεσέ (κεντρική φωτογραφία), στην Πλάκα. Στην αυλή της φυλακής φέρεται να φύτεψε τον περίφημο Πλάτανο του Μεντρεσέ. Ο Πλάτανος αυτός όταν μεγάλωσε απέκτησε δύο μεγάλα κλαδιά. Σε αυτά κρεμούσαν τους θανατοποινίτες. Το δέντρο αυτό είχε μετατραπεί έτσι με τη πάροδο του χρόνου σε μισητό σύμβολο αδικίας και καταπίεσης. Όσοι είχαν αποφυλακιστεί όταν σύχναζαν σε λημέρια κοντά στη φυλακή συνήθιζαν να φωνάζουν και να ζητάνε για αστείο από τους ακόμα φυλακισμένους γνωστούς τους να δώσουν χαιρετίσματα στον πλάτανο. Έτσι προέκυψε η φράση «χαιρέτα μας τον πλάτανο».
Την επόμενη χρονιά όταν έφτασε η ώρα της εκτέλεσης του Μπίμπιση, ο δήμιος, ενδεχομένως από δειλία, δήλωσε πως υπήρχε βλάβη στην λαιμητόμο, με αποτέλεσμα η εκτέλεση να αναβληθεί. Λίγο μετά την αναβολή της εκτέλεσης ο Όθωνας μετέτρεψε την ποινή του Μπίμπιση σε ισόβια, πιθανότατα για να κερδίσει την εύνοια του λαού. Ο λήσταρχος έτσι μεταφέρθηκε στις φυλακές Παλαμηδίου στο Ναύπλιο. Το 1844 η ποινή του μειώθηκε και λίγο αργότερα απέδρασε και επέστρεψε στην Αττική.
Τον Ιούνιο του 1846 ο Μπίμπισης απήγαγε την Αμερικανο-Γαλλίδα Σοφί ντε Μαρμπουά-Λεμπρύν, τη γνωστή Δούκισσα της Πλακεντίας. Η απαγωγή έγινε όταν η Δούκισσα είχε πάει εκδρομή με τη συνοδεία της στην Πεντέλη. Ο λήσταρχος ζήτησε λύτρα - 5.000 χρυσά τάλιρα- για την απελευθέρωσή της. Τελικά η απαγωγή έληξε άδοξα για τον Μπίμπιση, αφού κάτοικοι του Χαλανδρίου κυνήγησαν τους ληστές και τους έδιωξαν. Το παράδοξο της όλης υπόθεσης όμως είναι ότι η Δούκισσα μετά την απαγωγή της προσπάθησε να πετύχει βασιλική χάρη για τον λήσταρχο. Οι λαϊκές φήμες της περιόδου έκαναν λόγο για κρυφή σχέση μεταξύ των δύο. Κάτι που ενισχύθηκε λίγο αργότερα, μετά από αίτημα του Μπίμπιση προς την Δούκισσα, και την προσπάθεια ν’ αποκατασταθεί κοντά σε κάποια οικογένεια η κόρη του λήσταρχου. Ήταν τότε 16 ετών και το όνομα της παραμένει άγνωστο
Η κυβέρνηση τον επόμενο χρόνο θέλοντας να ξεφορτωθεί τον λήσταρχο, έταξε στον ληστή Χρήστο Βούλγαρη αμνηστία καθώς και την εξωφρενική για την εποχή επικήρυξη των 3.000 δραχμών ώστε να τον σκοτώσει. Ο Βούλγαρης μαζί με άλλους συντρόφους του συνάντησε τον Μπίμπιση στον Μαραθώνα και αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη του τον εκτέλεσε εν ψυχρώ. Στη συνέχεια έφερε το πτώμα στην Αθήνα δεμένο σε ένα γαϊδούρι. Το πτώμα τοποθετήθηκε στο νεκροτομείο του Πολιτικού Νοσοκομείου όπου εκτυλίχτηκαν σκηνές λαϊκού προσκυνήματος. Οι αρχές φοβούμενες την οργή του λαού, που θεωρούσε ότι η δολοφονία είχε οργανωθεί από το κόμμα Κωλέττη με πολιτικά κίνητρα, έθαψαν τη σωρό συνοπτικά, χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία σ’ έναν πρόχειρο τάφο, εκεί που σήμερα βρίσκεται το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, προς την πλευρά της οδού Σόλωνος.