Τα λευκά μούρα αποτελούν πλούσια πηγή θρεπτικών ουσιών όπως οι βιταμίνες C και Κ, ο σίδηρος, η ριβοφλαβίνη, το κάλιο, το ασβέστιο και ο φώσφορος. Περιέχουν επίσης επαρκή ποσότητα διαιτητικών ινών και ένα ευρύ φάσμα οργανικών σύνθετων ουσιών όπως η ζεαξανθίνη, η ρεσβερατρόλη (η έρευνα δείχνει ότι αυτό βοηθά στην προστασία κατά του καρκίνου, μειώνει την αποθήκευση λίπους στο ήπαρ και καταπολεμάει τους όγκους στο σώμα), οι ανθοκυανίνες, η λουτεΐνη και πολλές άλλες πολυφαινολικές ενώσεις.Παράλληλα, τα μούρα αυξάνουν την HDL (καλή χοληστερόλη στο αίμα), έχουν αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες ενώ από άποψη διατροφή, έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες και πρωτεΐνες και χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά. Τα λευκά μούρα έχουν περισσότερη περιεκτικότητα σε κάλιο από μια μπανάνα (776mg ανά 100γρ). Μια μικρή ποσότητα αποξηραμένων λευκών μούρων καλύπτει σχεδόν το 10% των ημερησίων αναγκών του οργανισμού σε ασβέστιο. Βοηθούν στην πρόληψη νευρικών δυσλειτουργιών όπως της νόσου του Alzheimer και του Πάρκινσον.Μπορούν επίσης να αυξήσουν μέχρι και κατά 73% την ικανότητα λιπόλυσης, δηλαδή τη διάσπαση του σωματικού λίπους ενώ βελτιώνουν τη λειτουργία του εντέρου. Τα λευκά μούρα χρησιμοποιούνται συχνά στη φυτοθεραπεία. Οπως είπαμε, είναι πλούσια σε αντιοξειδωτικές ανθοκυανίνες και ρεσβερατρόλη, καταπολεμούν τις ελεύθερες ρίζες, ρυθμίζουν τα επίπεδα χοληστερόλης και ενισχύουν την προστασία από τις καρδιοπάθειες και τον καρκίνο. Το εκχύλισμα τόσο των καρπών όσο και των φύλλων ή του φλοιού της λευκής μουριάς θεωρείται ότι συμβάλλει στον έλεγχο του διαβήτη.Λόγω της βιταμίνης C που περιέχουν, θωρακίζουν το ανοσοποιητικό σύστημα και οι διαιτητικές ίνες βοηθούν στη βελτίωση της υγείας του πεπτικού συστήματος, μειώνοντας τα φουσκώματα, τις κράμπες και τη δυσκοιλιότητα. Περιέχουν ακόμη υψηλά επίπεδα βιταμινών Α και Ε, που με τις αντιοξειδωτικές τους ιδιότητες, καταπολεμούν τις ελεύθερες ρίζες και συμβάλλουν στην υγεία των μαλλιών και του δέρματος.Μάθετε επίσης ότι..
- Η μουριά ανήκει στο γένος Morus της οικογένειας Moracae (Μορεωδών).
- Υπάρχουν πολλά είδη μουριάς, που φύονται σε διάφορα μέρη της γης.
- Η μαύρη μουριά (Morus nigra) κατάγεται από περιοχή της Κασπίας Θάλασσας και έχει εισαχθεί και στη χώρα μας από πανάρχαια εποχή. Στην αρχαιότητα ήταν γνωστή με το όνομα Συκάμινος (Θεόφραστος) και Μορέα (Διοσκουρίδης).
- Η άσπρη μουριά (Morus alba) κατάγεται πολύ πιθανό από την Κίνα και οφείλει το όνομα της στους άσπρους καρπούς της.
- Στη διάρκεια των δύο τελευταίων χιλιετηρίδων διαδόθηκε από τον άνθρωπο σε όλη την Ασία, την Ευρώπη, σε μερικές περιοχές της Αφρικής και στη Β. Αμερική.
- Τη συναντούμε με τα ονόματα Μουριά, Ξυνομουριά ή Συκαμινιά. Στην Κρήτη η μουριά λέγεται μουρνιά, στην Αρτα σκαμνιά ενώ στην Κύπρο στην Ικαρία και στη Χίο συκαμινιά. Η μαύρη είναι μεγαλύτερη, αντέχει καλύτερα στο κρύο από τη λευκή και είναι μακροβιότερη των άλλων.
- Στη χώρα μας ήλθε στα βυζαντινά χρόνια μαζί με αυγά μεταξοσκώληκα από την Κίνα (όπως αναφέρει ο Προκόπιος). Η κόκκινη μουριά (Morus rubra) είναι γηγενής των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
- Από τα παλαιά χρόνια τόσο η λευκή όσο και η μαύρη μουριά ήταν σεβαστά ως σύμβολο σοφίας.
- Η λευκή μουριά χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κινέζικη ιατρική εδώ και αιώνες. Αυτό το είδος το καλλιεργούσαν οι Κινέζοι από το 2960π.Χ. για την εκτροφή μεταξοσκωλήκων (τρώνε τα φύλλα).
- Τα φύλλα της μαύρης μουριάς έκαναν τραχύτερο το μετάξι και δεν τα προτιμούσαν. Στην Ευρώπη χρησιμοποιούσαν το φλοιό και τα φύλλα της μαύρης μουριάς για θεραπευτικούς σκοπούς από τον 16ο αιώνα.
- Το ξύλο της, ανθεκτικό και εύκαμπτο, βρίσκει ειδικές χρήσεις στην κατασκευή παιχνιδιών, ρακετών τένις, βαρελιών, παραδοσιακών έγχορδων οργάνων, βαρκών αλλά και επίπλων.
- Στη λαϊκή ιατρική τα φύλλα της λευκής μουριάς σε μορφή σκόνης χρησιμοποιούνται για θεραπεία του διαβήτη, της χοληστερόλης, της υψηλής αρτηριακής πίεσης, του κρυολογήματος, για πόνους στις αρθρώσεις, τη δυσκοιλιότητα και την απώλεια μαλλιών.
- Με τα μούρα, μπορείτε να κάνετε μαρμελάδα, γλυκό του κουταλιού, λικέρ, να τα αποξηράνετε και ο,τιδήποτε άλλο θέλετε.