Τό βαλσαμόχορτο ἤ σπαθόχορτο (ὑπερικόν τό διάτρητον) μέ λατινική ὀνομασία hypericum perforatum εἶναι πολυετές, ἀειθαλές φυτό μέ ὕψος πού φτάνει τά 80 ἑκατοστά καί ἄνθη μέ ἔντονο κίτρινο χρῶμα καί μαῦρες κουκκίδες καί ἀνήκει στά ἀγγειόσπερμα. Στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ἦταν γνωστό μέ τό ὄνομα ὑπερικό ἐνῷ στήν ξένη βιβλιογραφία ἀναφέρεται ὡς St. Johns wort (βότανο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου). Εἶναι ἰθαγενές φυτό τῆς Εὐρώπης καί τό συναντοῦμε σήμερα σχεδόν σέ ὅλο τόν κόσμο. Βρίσκεται στά λιβάδια, στίς πλαγιές καί στίς ἄκρες τῶν δρόμων κυρίως σέ ἡλιόλουστες θέσεις καί σέ ἀσβεστολιθικά καλά ἀποστραγγισμένα ἐδάφη. Οἱ ἀνθοφόρες κορυφές του συλλέγονται στό μέσο τοῦ καλοκαιριοῦ.Τό σπαθόχορτο εἶναι ἕνα ἀπό τά πιό μελετημένα βότανα ἀπό τόν ἄνθρωπο.Το βαλσαμόχορτο περιέχει μεταξύ ἄλλων καρυοφυλλένιο (πτητικό ἔλαιο), ὑπερκινίνη,ψευδουπερκινίνη, φλαβονοειδή,ὑπερφορίνη, ρουτίνη καί κερκετίνη.Χρήσεις:Ἡ χρήση τοῦ βοτάνου στήν ἰατρική χρονολογεῖται ἀπό τήν ἐποχή τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων.Τό βαλσαμόχορτο ἔχει θεωρηθεῖ ὡς ἕνα πολύτιμο θεραπευτικό φυτό γιά πάνω ἀπό 2000 χρόνια. Στόν μεσαίωνα ἦταν λαϊκό γιατρικό γιά τίς ψυχασθένειες. Ἕλληνες ἰατροί ὅπως ὁ Ἱπποκράτης, ὁ Διοσκουρίδης, ὁ Γαληνός καί ὁ Πλίνιος χρησιμοποίησαν τό βότανο ὡς διουρητικό, ἀντιφλεγμονῶδες, γιά ἐπούλωση πληγῶν, ἐγκαύματα,γιά περιστατικά ἄγχους, πόνου καί κατάθλιψης.Τό βαλσαμόχορτο εἶναι ἀπό τά πιό πολύτιμα εὐρωπαϊκά θεραπευτικά βότανα γιά τά νευρικά προβλήματα. Οἱ βοτανοθεραπευτές τό χρησιμοποιοῦν ἐδῶ καί πολλά χρόνια ὡς τονωτικό γιά τό ἄγχος, τήν ἔνταση, τήν ἀϋπνία καί τήν κατάθλιψη. Τό φυτό βρίσκει ἐπίσης ἐφαρμογή στήν ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων τῆς ἐμμηνόπαυσης, καταπραΰνοντας τά συμπτώματα αὐτῆς καί ἐπαναφέροντας τήν ἐνεργητικότητα. Ἐπίσης εἶναι πολύ τονωτικό γιά τό συκώτι καί τήν χοληδόχο κύστη Σύμφωνα μέ μία ἔρευνα πού ἔγινε στήν Αὐστρία , ποσοστό 67% τῶν ἀσθενῶν πού ἔπασχαν ἀπό ἤπια ἕως μέση κατάθλιψη, παρουσίασαν βελτίωση ὅταν τούς χορηγήθηκε ἀπόσταγμα βαλσαμόχορτου.Τό ἔλαιο πού προκύπτει ἀπό τήν διαδικασία τοῦ ἐγχύματος εἶναι ἐξαιρετικό ἀντισηπτικό καί ἐπουλωτικό. Χρησιμοποιεῖται ἐξωτερικά γιά ἐγκαύματα, πληγές καί γιά νά ἀνακουφίσει τίς κράμπες καί τούς πόνους τῶν νεύρων. Ἐσωτερικά τό λάδι μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ γιά γαστρικές φλεγμονές καί πεπτικά ἕλκη. Οἱ ἐπουλωτικές του ἰδιότητες λειτουργοῦν ἐξίσου ἐσωτερικά ὅπως καί ἐξωτερικά. Εἶναι ἀντιιικό, ἀντιφλεγμονῶδες καί μπορεῖ νά βοηθήσει στά περισσότερα σοβαρά δερματικά νοσήματαἩ ὑπερκινίνη πού ἀποδεσμεύεται ἀπό τό βαλσαμόχορτο εἶναι ἕνας ἰσχυρός φωτοευαισθητοποιητής καί χρησιμοποιεῖται σέ φάρμακα καταπολέμησης διαφόρων μορφῶν καρκίνου μέ ἐπιτυχία. Σύμφωνα μέ ἔρευνες1 η ὑπερκινίνη ἔχει δείξει ἰοκτόνο δράση σέ ἰούς ὅπως ὁ HIV-1(aids), HSV1&2 (ἕρπητας), HCMV (κυτταρομεγαλοϊός) καί influenza A (γρίππη τύπου Α).Τά τελευταίῖα χρόνια ἔχουν γίνει ὁρισμένες μελέτες σχετικά μέ τή δυνατότητα χρη-σιμοποίησης τοῦ ὑπερικοῦ ὡς βοηθητική θεραπεία γιά τήν ἐλάττωση τοῦ καπνίσματος . Οἱ προσπάθειες αὐτές βασίστηκαν στό γεγονός ὅτι τό ὑπερικό δρᾶ ὅ-πως ἀκριβῶς καί ἡ buproprion πού διευκολύνει τή διακοπή τοῦ καπνίσματος. Συγκεκριμένα τό ὑπερικό ἐμποδίζει τήν ἐπαναπρόσληψη τῶν νευροδιαβιβαστῶν ντοπαμίνη, σεροτονίνη καί νορεπινεφρίνη μέ ἀποτέλεσμα νά μετριάζει σημαντικά τά ἀνεπιθύμητα συμπτώματα πού συνεπάγεται ἡ ἐλάττωση τοῦ καπνίσματος ὅ-πως ἡ ἀνησυχία, ἡ κατάθλιψη, καί τό σύνδρομο στέρησης νικοτίνης. Ἀντίστοιχες ἔρευνες2 γινονται καί γιά στόν ἀλκοολισμό χρησιμοποιώντας τό βότανο γιά τήν καταπράϋνση τῶν συμπτωμάτων ἀπό τήν ἀποτοξίνωση.Βασικά Παρασκευάσματα:Ἡ συνηθέστερη μέθοδος ἐπεξεργασίας εἶναι τό ἔγχυμα σέ ἔλαιο (ἐν ψυχρῷ). Γιά τήν παρασκευή τοῦ ἐλαίου χρησιμοποιοῦμε νωπό βότανο (ἄνθη πού πρίν λίγο ἔχουν συλλεχθεῖ) τοποθετώντας τα χωρίς νά τά πιέζουμε σέ ἕνα γυάλινο δοχεῖο μέ καπάκι (π.χ. βάζο) . Ἔπειτα γεμίζουμε τό δοχεῖο μέ ἐλαιόλαδο ἔτσι ὥστε νά καλύπτει τό λάδι τό βότανο. Τό τοποθετοῦμε σέ ἄμεσο ἡλιακό φῶς γιά 6 ἑβδομάδες περίπου. Κατά τήν διάρκεια τῶν ἡμερῶν αὐτῶν προσέχουμε νά εἶναι τά ἄνθη καλυμμένα μέ τό λάδι γιά νά μήν μουχλιάσουν. Τέλος στραγγίζουμε καί βάζουμε τό λάδι σέ γυάλινα μπουκάλια ὥστε νά εἶναι ἕτοιμο γιά χρήση. Τό λάδι πρέπει νά ἔχει ἔντονο κόκκινο χρῶμα ὅπως φαίνεται καί στήν εἰκόνα. Συντηρεῖται σέ θερμοκρασία δωματίου γιά 1-2 ἔτη.Μία ἄλλη μέθοδος εἶναι τό ἔγχυμα σέ νερό. Σέ ἕνα ποτήρι νερό πού ἔβρασε καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν ἑστία θερμότητας, ρίχνουμε περίπου 1κτ. τοῦ γλυκοῦ ἀποξηραμένο βότανο. Ἀφήνουμε γιά 10 λεπτά, στραγγίζουμε, κρυώνουμε καί κατόπιν τό χρησιμοποιοῦμε πίνοντας 100ml ἡμερησίως ὡς πεπτικό τονωτικό.Ἡ κρέμα ἀποτελεῖ μία πιό σύνθετη διαδικασία παρασκευῆς ὅπου περιλαμβάνει τόν συνδυασμό ἐλαίου ἤ λιίπους καί νεροῦ σέ γαλάκτωμα. Ἡ κρέμα ἔχει τό πλεο-νέκτημα ὅτι ἀπορροφᾶται ἀπό τό δέρμα δροσίζοντας καί καταπραΰνοντάς το. Τό σημαντικότερο μειονέκτημά της εἶναι ὅτι ἔχει σχετικά μικρή διάρκεια ζωῆς (20-30 ἡμέρες στό ψυγεῖο). Ἡ κρέμα μέ βάλσαμο εἶναι ἀποτελεσματικότερη σέ κράμπες, μυαλγίες καί νευραλγίες συγκριτικά μέ τό βαλσαμόλαδο.Γ.Π.